μάλαγμα

μάλαγμα
μάλαγμα
emollient
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάλαγμα — το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα νεοελλ. πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις… …   Dictionary of Greek

  • μάλαγμ' — μάλαγμα , μάλαγμα emollient neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλαγμάτων — μάλαγμα emollient neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάγμασι — μάλαγμα emollient neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάγμασιν — μάλαγμα emollient neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάγματα — μάλαγμα emollient neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάγματι — μάλαγμα emollient neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάγματος — μάλαγμα emollient neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • μαλαγματώδης — μαλαγματώδης, ῶδες (Α) [μάλαγμα] αυτός που μοιάζει με μάλαγμα, με κατάπλασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”